- ακοή, η
- ακοή, η και σπν. ακουή, η1. η αίσθηση με την οποία αντιλαμβανόμαστε τους ήχους: Το αισθητήριο της ακοής είναι το αυτί.2. όνομα, φήμη: Η ακουή του είχε απλωθεί σ' όλα τα γύρω χωριά.3. η υπακοή: Όπου έχει ακουή, έχει και προκοπή (παροιμ. φρ.).4. επιρρημ. έκφραση «εξ ακοής», ακουστά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.